- Κλεοβούλου
- Κλεόβουλοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λίνδος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 810 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται στην ανατολική ακτή του νησιού, 56 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Αποτελεί έδρα του δήμου Λινδίων του νομού Δωδεκανήσου. Ιστορία. Ο σημερινός οικισμός βρίσκεται στη θέση της ομώνυμης… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
Ανθέας — (7ος αι. π.Χ.). Ποιητής από τη Λίνδο της Ρόδου, σύγχρονος του σοφού Κλεόβουλου και των Επτά Σοφών. Περνούσε τη ζωή του σύμφωνα με τα διονυσιακά πρότυπα μαζί με τους φίλους του, τους οποίους συντηρούσε ο ίδιος. Έγραφε κωμωδίες και μαζί με τους… … Dictionary of Greek
Κλεοβουλίνη — (6ος αι. π.Χ.). Ποιήτρια από τη Λίνδο της Ρόδου. Ήταν κόρη του Κλεόβουλου, ενός από τους Επτά Σοφούς της αρχαιότητας. Είχε συνθέσει έμμετρους γρίφους και αινίγματα, ενώ οι ποιητικές της συνθέσεις θεωρήθηκαν από πολλούς φιλολόγους ως ψευδεπίγραφα … Dictionary of Greek